Ἀρχηγέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχηγέτης — ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. τις, η]) 1. ο γενάρχης 2. ο αρχηγός, ο ηγέτης αρχ. 1. ο οικιστής* μιας πόλης 2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης 3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς 4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται οι δέκα επώνυμοι ήρωες 5. η πρώτη αρχή … Dictionary of Greek
αρχηγέτης — ο ο πρώτος ηγέτης, ο πρώτος αρχηγός ιδεολογικής κίνησης, αγώνα, εξόρμησης κτλ.: Ο αρχηγέτης του δημοτικισμού ήταν ο Ψυχάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχαγέται — ἀρχηγέτης first leader masc nom/voc pl (doric) ἀρχαγέτᾱͅ , ἀρχηγέτης first leader masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχηγέται — ἀρχηγέτης first leader fem nom/voc pl ἀρχηγέτᾱͅ , ἀρχηγέτης first leader fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγέταις — ἀρχηγέτης first leader masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχηγετᾶν — Ἀρχηγέτης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχηγετᾶν — ἀρχηγέτης first leader fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχηγετίδων — ἀρχηγέτης first leader fem gen pl ἀρχηγέτις first leader fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχηγετῶν — Ἀρχηγέτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)